διηθήσεως

διηθήσεως
διηθήσεω̆ς , διήθησις
straining
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύβος — ο / ὗβος, ΝΑ 1. παθολογικό εξόγκωμα τής ράχης ή τού στήθους λόγω παραμορφώσεως τής σπονδυλικής στήλης ή τού στέρνου, καμπούρα 2. το κύρτωμα στη ράχη τής καμήλας νεοελλ. 1. ιατρ. προεξοχή τής σπονδυλικής στήλης υπό μορφή οξείας γωνίας προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”